συμπεριληπτικός

συμπεριληπτικός
η , όν краткий, сжатый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συμπεριληπτικός" в других словарях:

  • συμπεριληπτικός — ή, ό / συμπεριληπτικός, ή, όν, ΝΑ [συμπεριλαμβάνω] περιληπτικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»